- σιναπίδι
- το-ιού1. κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιείται για το βάψιμο.2. αρρώστια φυτών, ερυσίβη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
σιναπιδιάζω — Ν [σιναπίδι] (για σπαρτά) προσβάλλομαι από σιναπίδι … Dictionary of Greek
σιναπιδιάζω — σιναπίδιασα, προσβάλλομαι από την αρρώστια σιναπίδι: Το σιτάρι σιναπίδιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)